- λαθρεπιβάτης
- ο, θηλ. λαθρεπιβάτις και λαθρεπιβάτισσααυτός που επιβιβάζεται σε οποιοδήποτε μέσο μαζικής μεταφοράς λαθραία, δηλ. χωρίς να καταβάλει εισιτήριο και, προκειμένου για ταξίδι στο εξωτερικό, χωρίς να επιδείξει προς έλεγχο το διαβατήριο ή τα ταξιδιωτικά του έγγραφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + ἐπιβάτης].
Dictionary of Greek. 2013.