λαθρεπιβάτης

λαθρεπιβάτης
ο, θηλ. λαθρεπιβάτις και λαθρεπιβάτισσα
αυτός που επιβιβάζεται σε οποιοδήποτε μέσο μαζικής μεταφοράς λαθραία, δηλ. χωρίς να καταβάλει εισιτήριο και, προκειμένου για ταξίδι στο εξωτερικό, χωρίς να επιδείξει προς έλεγχο το διαβατήριο ή τα ταξιδιωτικά του έγγραφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + ἐπιβάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαθρεπιβάτης — ο θηλ. ισσα αυτός που ταξιδεύει παράνομα ή περνάει τα σύνορα χωρίς διαβατήριο: Πολλοί πρόσφυγες διαφεύγουν από τη χώρα τους ταξιδεύοντας ως λαθρεπιβάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • τσέτουλα — η (λ. ιταλ.) 1. μικρό ξύλο, όπου παλιότερα σημείωναν με εγκοπές την πίστωση, το βερεσέ. 2. ως επίρρ., χωρίς πληρωμή, σελέμικα: Ήταν λαθρεπιβάτης, ταξίδεψε τσέτουλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”